- διαιτήσιμος
- -η, -ο (Α διαιτήσιμος, -ον)(για διαφορές) αυτός που μπορεί να επιλυθεί με διαιτησία, αυτός που επιδέχεται διαιτησίααρχ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διαιτητή ή στη διαιτησία.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερη θεωρείται η απευθείας παραγωγή τού επιθ. από το ρ. διαιτώμαι (πρβλ. εφέσιμος) παρά η σύνδεσή του με τη λ. δίαιτα].
Dictionary of Greek. 2013.